- ἱππομάραθον
- ἱππο-μάρᾰθον [μᾰ], τό,A horse-fennel, Prangos ferulacea, Diocl.Fr.155, Thphr. HP6.1.4, Dsc.3.71, Zopyr. ap. Orib.14.64.1, etc.: sts. misspelt -μάραθρον in codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππομάραθον — ἱππομάραθον και ἱππομάραθρον, τὸ (Α) είδος άγριου μάραθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μάραθον] … Dictionary of Greek
ἱππομάραθον — horse fennel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομαράθου — ἱππομάραθον horse fennel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαρνόλιον — και θύμαρνον, τὸ (Α) είδος φυτού, το ιππομάραθον … Dictionary of Greek
μαραθίς — μαραθίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό ἱππομάραθον*, είδος άγριου μαράθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κανθαρ ίς, κεδρ ίς)] … Dictionary of Greek